σταθμοδότης

σταθμοδότης
ὁ, Α
βαθμοφόρος που ήταν αρμόδιος να καθορίζει καταλύματα για τους στρατιώτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός «κατάλυμα» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταθμοδότην — σταθμοδότης quartermaster masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοδοσία — ἡ, Α [σταθμοδότης] η κατανομή τών στρατιωτών στα διάφορα καταλύματα …   Dictionary of Greek

  • σταθμοδοτώ — έω, Α [σταθμοδότης] κατανέμω τους στρατιώτες σε καταλύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”